Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η ορθοπεδική

См. также в других словарях:

  • ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοπεδικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοπεδική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοπεδικός γιατρός που έχει ειδικευθεί στην ορθοπεδική 3. το θηλ. ως ουσ. η ορθοπεδική η παθολογία και η θεραπευτική τών… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοπεδική χειρουργική και το θεραπευτικό της έργο: Ορθοπεδικά μηχανήματα. 2. ως ουσ., ορθοπεδικός, ο, η ο ειδικός επιστήμονας χειρουργός για παθήσεις του σκελετού. 3. ως ουσ., ορθοπεδική, η κλάδος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαιώρημα — ἀπαιώρημα, το (Α) ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδία — η η ορθοπεδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πεδία (< πέδον «έδαφος»)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδιστής — ο 1. ιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ορθοπεδικά εργαλεία και μηχανήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοπεδία. Η λ. ως όρος τής Νεοελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. orthopediste] …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Γαροφαλίδης, Θεόδωρος — (Αθήνα 1898 – 1978). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού και ειδικεύτηκε στην ορθοπεδική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός στην Α’ Χειρουργική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»